- ἀριθμῶ
- ἀριθμέωnumberpres subj act 1st sg (attic epic doric)ἀριθμέωnumberpres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)ἀριθμόςnumbermasc gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αριθμώ — αριθμώ, αρίθμησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… … Dictionary of Greek
αριθμώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. μετρώ, λογαριάζω το πλήθος των μονάδων ενός ποσού: Αρίθμησε σε παρακαλώ τους μαθητές. 2. υπολογίζω με κάποια προσέγγιση: Αριθμούνται σε εκατοντάδες χιλιάδες αυτοί που πήραν μέρος στη συγκέντρωση. 3. χαρακτηρίζω κάτι με έναν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀριθμῷ — ἀριθμός number masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀριθμῶι — ἀριθμῷ , ἀριθμός number masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμός — Η έννοια αυτή σχηματίζεται (με διάφορες γενικεύσεις) από την απλούστερη έννοια του φυσικού α. Ένας γενικός ορισμός της έννοιας είναι δύσκολο να δοθεί, αν όχι αδύνατο. Στην καθημερινή ζωή ο όρος χρησιμοποιείται με την έννοια του φυσικού ή του… … Dictionary of Greek
αμιθρώ — ἀμιθρῶ ( έω) (Α) αντί ἀριθμῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ἀριθμῶ, με μετάθεση τών φθόγγων] … Dictionary of Greek
αναριθμώ — ( έω) (Α ἀναριθμοῡμαι, έομαι) νεοελλ. αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ αρχ. 1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι 2. αναθεωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αριθμώ. ΠΑΡ. αναρίθμητος] … Dictionary of Greek
συναριθμώ — συναριθμῶ, έω, ΝΜΑ αριθμώ κάτι μαζί με άλλο, συνυπολογίζω αρχ. 1. κατατάσσω κάποιον ή κάτι στην ίδια κατηγορία με κάποιον ή κάτι άλλο 2. μέσ. συναριθμοῡμαι, έομαι συμμετέχω σε πληρωμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀριθμῶ «μετρώ, υπολογίζω» (<… … Dictionary of Greek
ψήφος — η / ψῆφος, ΝΜΑ, και ψήφος, ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α καθένα από τα λίθινα κατά την αρχαιότητα ή μολύβδινα κατά τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική κάλπη οι μετέχοντες σε ψηφοφορία (α. «πήρε πέντε χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν… … Dictionary of Greek